Πριν από μία δεκαετία, το Τεχνικό Επιμελητήριο ( Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας) συγκέντρωσε και εξέδωσε στο βιβλίο “Publiccity/δημόσια πόλη”, τις «100 παρά μία» μελέτες διαμόρφωσης του σύγχρονου δημόσιου χώρου, που διακρίθηκαν σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς τα προηγούμενα 33 χρόνια. Από αυτές υλοποιήθηκαν ελάχιστες. Στον πρόλογό του ο Τάσος Κονακλίδης, τότε πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ, σημείωνε ότι το αβίαστο συμπέρασμα είναι πως στις ελληνικές πόλεις δεν συναντάμε σχεδιασμένους δημόσιους χώρους. Την ίδια εποχή διοργανώθηκε και το συνέδριο «Δημόσιος χώρος..αναζητείται». Μετρώ περίπου είκοσι από τις βραβευμένες μελέτες που αφορούν στην Θεσσαλονίκη. Στην Μενεμένη, στους Κήπους του Πασά, στο Κόδρα, στην πλατεία Χρηματιστηρίου, στην περιοχή ΑΓΝΟ, στην Αριστοτέλους, στην Τούμπα, στη Νέα Ελβετία, στην Ευαγγελίστρια, στην Διοικητηρίου. Σε όλες αυτές μπορούμε να προσθέσουμε και πολλές άλλες από την εποχή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, που επίσης είχε συλλέξει τα αποτελέσματα των διαγωνισμών αστικού σχεδιασμού στην έκδοση «Μετασχηματίζοντας την πόλη». Μεταξύ αυτοσαρκασμού και θλίψης άλλωστε, πολύ συχνά επαναλαμβάνουμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι από τις πιο «μελετημένες» πόλεις. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να είναι υπερήφανος για τον σύγχρονο σχεδιασμό της. Ούτε καινούργια τοπόσημα, ούτε ελάχιστες από τις συμφωνημένες προτεραιότητες στο παλιό Ρυθμιστικό Σχέδιο, ούτε αύξηση πρασίνου, ούτε ανάδειξη των ιστορικών αγορών που στερούνται πολλές πόλεις, ούτε άξονες πολιτισμού. 

Μια ελάχιστη, σημειακή, χωρίς σύνδεση, ανάδειξη των τόπων αρχαιολογικού και μνημειακού ενδιαφέροντος. Το ερώτημα είναι για ποιόν λόγο δημόσιοι φορείς διοργανώνουν τους αντίστοιχους διαγωνισμούς και πληρώνουν τους μελετητές. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ελεύθερη κατάθεση ιδεών και άσκηση φοιτητών. Θα είχε ένα ενδιαφέρον. Αλλά, η αλήθεια είναι ότι οι διαγωνισμοί γίνονται γιατί τη δεδομένη στιγμή, ωριμάζει μια πολιτική απόφαση αλλαγής των δεδομένων του αστικού χώρου. Ωριμάζει και ο διαγωνισμός, κατατίθενται οι προτάσεις, επικυρώνονται τα αποτελέσματα, στη συνέχεια αλλάζουν οι διοικήσεις, χάνονται τα χρήματα ή απλά, κάποιος επόμενος ή και ο ίδιος, αυτοδιοικητικός ή κυβερνητικός, αλλάζει προτεραιότητες. Ο χρόνος τρέχει, οι πόλεις σε δύση και ανατολή συναγωνίζονται στις παρεμβάσεις του δημόσιου χώρου και εμείς στοιβάζουμε στα συρτάρια αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές ιδέες, πληρωμένες μελέτες και πολιτικές συμφωνίες μικρής διάρκειας. 

Και όταν η εικόνα γίνεται ανυπόφορη, όταν ο κόσμος αναζητά με απόγνωση τη χαρά της δημόσιας πλατείας ή τη συνεύρεση με την ιστορία και τη συνέχεια της πόλης, αρχίζουμε έναν διάλογο από εκεί που τον είχαμε ξεκινήσει μια δεκαετία ή και μια εικοσαετία πριν. 

Δυστυχώς η Θεσσαλονίκη παραμένει μία πόλη χωρίς συνέχεια, χωρίς συλλογική συνείδηση της ιστορικής και μνημειακής της σημασίας, χωρίς κέντρο τελικών αποφάσεων για τις διεκδικήσεις μεγάλων σχεδίων και επίβλεψης της υλοποίησής τους. Να μην ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με την Αθήνα, παραμένει χωρίς Ρυθμιστικό Σχέδιο ( οι διεργασίες για την επικαιροποίηση του Ρυθμιστικού της δεκαετίας του 80, πάγωσαν πριν δέκα χρόνια και κανείς, μα κανείς στην πόλη δεν ενοχλείται από αυτό). Δεν έχει βέβαια ούτε μία υπηρεσία συντονισμού, όπως ήταν ο Οργανισμός Ρυθμιστικού, που καταργήθηκε προ πολλού, ούτε κάτι ανάλογο με αυτό που 

απέκτησε η πρωτεύουσα πριν από δύο χρόνια, την εταιρεία «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε>». Έτσι, όσοι αποφασίζουν για ένα έργο, εφόσον αυτό συμφωνεί με τους σχεδιασμούς του 1985 (!), επικαλούνται το παλιό Ρυθμιστικό (που κανείς δεν ξέρει εάν ισχύει), ενώ, αν οι αποφάσεις είναι διαφορετικές, προωθούν ένα Χωρικό Σχέδιο σημειακών λειτουργιών, που αδιαφορεί για τη σύνδεσή του με ευρύτερες παρεμβάσεις. Εκεί οφείλονται σε μεγάλο βαθμό οι χασμωδίες, οι διαφοροποιήσεις και η αδυναμία ελάχιστου συντονισμού και συμφωνίας της πόλης. 

ΤΟ ΤΑΙΠΕΔ ΩΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ 

Καθώς το θέμα της «αναβάθμισης» της μαρίνας της Αρετσούς, με το project real estate που προκήρυξε το ΤΑΙΠΕΔ βρίσκεται στην επικαιρότητα, προσθέτω ορισμένες σκέψεις, σε συνέχεια του ζητήματος που αφορά στην πόλη χωρίς Σχέδιο και στην πόλη με τις ξεχασμένες μελέτες. Όσοι δουλεύουν το Χωρικό του Θερμαϊκού των 50 χιλιομέτρων, σιωπούν για την έκταση από το Καραμπουρνάκι μέχρι την Μίκρα, όπου «υπάρχουν ιδιοκτησίες». Δύο λογικές παρατηρήσεις. Πρώτον: οι δημόσιοι σχεδιασμοί ολοκληρωμένης αστικής παρέμβασης, σέβονται τις ιδιοκτησιακές ιδιαιτερότητες αλλά προχωρούν σε οραματικές προτάσεις συνολικού σχεδιασμού. Αλλιώς, η σημασία τους εξαντλείται στην παράθεση επιμέρους ευχών. 

Δεύτερον: στους ιδιοκτήτες τώρα έχουμε και το ΤΑΙΠΕΔ, που δεν γνωρίζουμε ούτε τι του ανήκει από τον δημόσιο χώρο, καθώς οι υπουργικές αποφάσεις μεταβιβάσεων είναι δεκάδες, ούτε τι σχέδια έχει για το σύνολο της δικής του «ιδιοκτησίας». Αυτόν τον καινούργιο ιδιοκτήτη, κατά κυριολεξία στου «παππού μας το χωράφι», τον αντιμετωπίζουμε όπως οποιονδήποτε άλλον; Μην ξεχνάμε τη σύνθεση του ΤΑΙΠΕΔ, όπου, ακόμα και με τις πιο ακραίες ερμηνείες, το δημόσιο συνεχίζει να διορίζει μέλη διοικητικών οργάνων. Σε επίσκεψη των εκπροσώπων των παρατάξεων του Δήμου Καλαμαριάς την περασμένη εβδομάδα, οι του ΤΑΙΠΕΔ, ανέφεραν ότι πρόκειται για μια «δύσκολη μαρίνα», εννοώντας ότι εάν δεν χτιστούν σπίτια, ξενοδοχείο και εμπορικό κέντρο μέσα στη θάλασσα, δεν μπορούν να αντληθούν ικανά έσοδα από τον ελλιμενισμό. Έτσι. Αορίστως, χωρίς στοιχεία. Όλοι γνωρίζουμε ότι όσες περισσότερες λειτουργίες στριμώχνεις, τόσα περισσότερα έσοδα θα έχεις. Πρόσκαιρα. Όπως γνωρίζουμε ότι όλες οι άλλες μαρίνες στην Ελλάδα λειτουργούν για τις ανάγκες ελλιμενισμού και όχι για εργολαβικά υπερκέρδη. 

Όλοι γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να έχει τη σημασία των τουριστικών λιμένων της νότιας Ελλάδας, όπως γνωρίζουμε ότι εάν υπάρχει σχεδιασμός, μπορεί μια μαρίνα στην πόλη μας να προσελκύσει λόγω ευρύτερου χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, γειτνίασης με αεροδρόμιο κλπ, μεγάλα σκάφη. Σίγουρα δεν μπορεί αυτό να γίνει εις τριπλούν (με τις τρείς σχεδιαζόμενες μέσα στον Θερμαϊκό μαρίνες). Επίσης όλοι γνωρίζουμε ότι η μαρίνα σήμερα λειτουργεί κακήν κακώς με ευθύνη του ΤΑΙΠΕΔ και ακόμα και έτσι, έχει έσοδα. Για την ευρύτερη περιοχή των πρανών και της παραλίας, ο Δήμος Καλαμαριάς θα είχε ενδιαφέρον να ανατρέξει στην μελέτη που ο ίδιος ανέθεσε στην «Αναπτυξιακή Εταιρεία Ανατολικής Θεσσαλονίκης», το 2004. Ο τίτλος, που συνοψίζει και το περιεχόμενο, ήταν: «Επιχειρησιακό Σχέδιο αξιοποίησης παραλιακής ζώνης Αρετσούς». Άλλη μία μελέτη ξεχασμένη στα συρτάρια του Δήμου Καλαμαριάς, που 

θα μπορούσε να δώσει επιχειρήματα και εναλλακτικές προτάσεις αξιοποίησης του δημόσιου χώρου. Κυρίαρχος όρος σε αυτήν είναι η έννοια της «φέρουσας ικανότητας» της περιοχής. 

Όλα μπορείς να τα κάνεις. Και ουρανοξύστες να χτίσεις και το τσιμέντο να τιμήσεις και εναέρια λούνα παρκ να οργανώσεις. Και το Λας Βέγκας μπορείς να μιμηθείς αλλά και την Κοπεγχάγη. Σημασία έχει πως ορίζεις τη φέρουσα ικανότητα ενός τόπου και ποιες λειτουργίες επιθυμείς να χωροθετήσεις. Πως τιμάς αυτήν την ευλογημένη ακτογραμμή, πως διαχειρίζεσαι την ιστορική συνέχεια της περιοχής, πως ορίζεις τον δημόσιο χώρο. Και αυτό δεν είναι ευθύνη μόνο του ΤΑΙΠΕΔ. Είναι ευθύνη της πόλης.