Τις τελευταίες ημέρες έχω στο μυαλό μου το εξής σενάριο: είμαστε σε μια (φανταστική) Ελλάδα, οργανωμένοι σε ομάδες βιβλιόφιλων. Υπάρχει ένας Σύλλογος παλαιών Κωνσταντινουπολιτών στην Αθήνα, άλλος αντίστοιχος στην Θεσσαλονίκη, μια Παναθηναϊκή Ένωση εραστών των γραμμάτων, ένας ανάλογος Πειραϊκός Σύνδεσμος και δεκάδες μικρότεροι σε όλη τη χώρα. Η κοινωνική εμβέλεια, οι ανάγκες φιλαναγνωσίας ή η δύναμη εξουσίας που έχουν αυτές οι οργανώσεις είναι τέτοια, που στοχεύουν και εν πολλοίς καταφέρνουν, με μεγάλη ή σχεδόν αποκλειστική βοήθεια του δημοσίου, να χτιστούν εμβληματικές βιβλιοθήκες στις έδρες των ομάδων τους. Μία στο Αιγάλεω, άλλη στον Κολωνό, στην Λάρισα, στην Τριανδρία, στην Θέρμη, στην Καλαμαριά. Η αφορμή της πλοκής της φανταστικής μου ιστορίας είναι προφανής. Τα εντυπωσιακά εγκαίνια του γηπέδου της ΑΕΚ και οι επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις για το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Με διασφαλισμένες πιστώσεις από τις δημόσιες επενδύσεις και το πακέτο ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και τα δικαιολογημένα αντανακλαστικά της Θεσσαλονίκης για την πορεία των έργων των γηπέδων των ομάδων της. Υποθέτω ότι ανάλογες διεκδικήσεις θα έχουν και άλλες πόλεις και ποδοσφαιρικά σωματεία ανά τη χώρα. Στο σενάριο λοιπόν της φαντασίας μου γίνεται ένας διαγκωνισμός, μια άμιλλα, για το ποια βιβλιοθήκη θα είναι μεγαλύτερη, ποιο κτίριο, που θα προκύψει από διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, θα είναι το πιο εντυπωσιακό. Γελάτε ή απλώς μειδιάτε; Γιατί στα σοβαρά αποκλείεται να το παίρνετε. Σκέφτεστε, τι να τις κάνουμε τόσες βιβλιοθήκες; Καταρχάς, σε τι μας χρειάζονται οι βιβλιοθήκες και μάλιστα στην ηλεκτρονική εποχή; Χτίζονται σήμερα βιβλιοθήκες ως καταφύγια της φιλαναγνωσίας; Και όμως χτίζονται. Και αποτελούν μνημεία τουριστικού ενδιαφέροντος στις πόλεις που τις φιλοξενούν. Το «μαύρο διαμάντι» στην Κοπεγχάγη, ένα εμβληματικό κτίριο από γρανίτη της Ζιμπάμπουε, με ύψος εισόδου στα 29 μέτρα που λούζεται από το φως, δεσπόζει στο μεγάλο κανάλι, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ρυμουλκώντας, σε μεγάλο βαθμό, την περαιτέρω ανάπλαση και ζωή της ακτής στο κέντρο της πόλης. Πρόκειται για την επέκταση της βασιλικής ή δημόσιας βιβλιοθήκης της Δανίας. Το 2002 άρχισε να λειτουργεί η καινούργια βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Περίπου στην ίδια θέση με την αρχαία βιβλιοθήκη, πρόκειται για κτίριο που εσωτερικά διαθέτει μια τεράστια αίθουσα με 13 διαζώματα και 3500 θέσεις εργασίας. Και εάν κάποιος πιστεύει ότι αυτές οι ιδέες δημοσίων κτισμάτων ανήκουν στη βιομηχανική εποχή, πλανάται. Αποκαλείται «το μάτι», εξαιτίας της αρχιτεκτονικής της άποψης, βρίσκεται στην Τιεντσίν της Κίνας και άνοιξε τις πύλες της το 2017. Την επισκέπτονται, από την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας της, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα. Το 2018 η Εθνική μας Βιβλιοθήκη βρήκε, επιτέλους, τη σύγχρονη στέγη της στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που αλλάζει ολόκληρη την περιοχή στην παραθαλάσσια Αθήνα. Η προκυμαία στο Κουίνς της Νέας Υόρκης αλλάζει και τμήμα αυτής της αναδιοργάνωσης αποτελεί ένα εμβληματικό μοντέρνο κτίριο, κάτι σαν ένα πελώριο γλυπτό, η δημόσια βιβλιοθήκη Hunters Point Library. Το 2013 εγκαινιάστηκε στο Μπέρμιγχαμ η, θεωρούμενη μέχρι τότε, μεγαλύτερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ευρώπης. Ντυμένο στους δέκα ορόφους με συρμάτινο πλέγμα, που πολλοί προσομοιάζουν με μεταλλική δαντέλα, το κτίριο αποτελεί πόλο έλξης βιβλιόφιλων και τουριστών. Ο διευθυντής της ολλανδικής 

εταιρίας που το ανέλαβε ανέδειξε τον «κύκλο», που, με διάφορες μορφές, επαναλαμβάνεται στη δομή του κτίσματος ως «ένα μοτίβο της πόλης». Με εννέα ορόφους επάνω από το έδαφος και δύο κάτω, η σύγχρονη βιβλιοθήκη της Στουτγάρδης που άνοιξε και αυτή την τελευταία δεκαετία, εντάσσεται στις ωραιότερες του κόσμου. Ο κατάλογος μακρύς. Για χώρες και πόλεις, στην αιχμή της τεχνολογικής επανάστασης, που τιμούν τη γνώση σε αρχιτεκτονήματα καινοτόμας αισθητικής και λειτουργίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για κτίρια που σφραγίζουν με μοναδικό τρόπο την ταυτότητα της πόλης που τα φιλοξενεί και συμπαρασύρουν ευρύτερες αστικές αναπλάσεις ή κατασκευάζονται ως πυρήνας αλλαγής των αστικών λειτουργιών. Ακούω λοιπόν για «ανάπλαση» στη Νέα Φιλαδέλφεια, για «διπλή ανάπλαση» στην Αλεξάνδρας και στον Βοτανικό, αναμένω τις εργασίες σε Χαριλάου και Τούμπα και σκέφτομαι ότι ίσως και να πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Στον πυρήνα πολλών αστικών αναπλάσεων να συμπεριλαμβάνεται, σχεδόν ως αναγκαίος όρος και η κατασκευή ενός μεγάλου γηπέδου. Αν με ενοχλεί; Κατά βάση όχι. Ας αποκτήσουν όλες οι ομάδες γήπεδα. Αρκεί να τιμήσουν το αθλητικό πνεύμα. Αλλά, η επικυριαρχία του επαγγελματικού αθλητισμού στις προτεραιότητες μιας χώρας, που, ο σημαντικότερος θησαυρός της είναι το πνεύμα, αρχαίο και αειθαλές, ναι, με ενοχλεί. Όπως με ενοχλεί η αδύναμη έως ανύπαρκτη συζήτηση για την αναβάθμιση του δημόσιου χώρου και του αστικού τοπίου στην Θεσσαλονίκη, όπως με ενοχλεί γιατί στο Σχέδιο ολόκληρου Θερμαϊκού δεν χωρεί ένα ανάλογο κτίριο μιας Βιβλιοθήκης ή ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ( στην πόλη που έχει μία από τις μεγαλύτερες Συλλογές στον κόσμο-Συλλογή Κωστάκη). Τα λόγια του Κικέρωνα δεν έχουν ξεπεραστεί από τις τεχνολογικές αλλαγές: έχεις όσα χρειάζεσαι, αν έχεις έναν κήπο και μια βιβλιοθήκη. 

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ; 

Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες ημέρες για τον τουρισμό στην Θεσσαλονίκη, καθώς ανακοινώθηκαν οι αριθμοί αφίξεων και διανυκτερεύσεων στην πόλη και, όπως αναμενόταν, βρισκόμαστε κάτω από το 2019 και βέβαια υπολειπόμαστε σε αποδόσεις συγκριτικά με τη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα. Αιτιολογίες και δικαιολογίες υπάρχουν πολλές. Άλλωστε, οι αριθμοί επισκέψεων στη χώρα είναι τόσο μεγάλοι, που κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει. Το σημαντικό, ή, καλύτερα, η βάση συζήτησης, δεν είναι γιατί καταγράφηκε μικρότερος του προσδοκώμενου αριθμός επισκεπτών, αλλά, ποια είναι η ταυτότητα της πόλης, τα στοιχεία εκείνα που την τοποθετούν ως μοναδική στο σύγχρονο δίκτυο τουριστικών προορισμών και ποιες οι υποδομές που έχει για να αναδείξει αυτά τα στοιχεία. Είναι το βυζαντινό της απόθεμα, είναι η ακτογραμμή, είναι η γαστριμαργική παράδοση, είναι το coolness; Έχουμε εκτιμήσει, έχουμε προστατέψει και έχουμε αναδείξει τα χαρακτηριστικά της πόλης μας; Και το σημαντικότερο όλων. Αποφασίζει κάποιος να έρθει. Ποιες είναι οι πρώτες του εμπειρίες; Παραθέτω μια εικόνα του Αυγούστου στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Εκατοντάδες επισκέπτες με βαλίτσες περιμένουν το λεωφορείο, κοιτάζοντας τον φωτεινό κατάλογο πληροφοριών. Τα 21 λεπτά της πρόβλεψης μειώνονται, φτάνουν στα 17 και αλλάζουν και πάλι, ανηφορίζοντας στα 22. Αλλάζει και ο αριθμός του λεωφορείου που αναμένεται. Ύστερα από πολλή ώρα φθάνει το όχημα στο οποίο ορμούν δεκάδες άνθρωποι με 

παιδιά, με αποσκευές που δεν έχουν που να τις τοποθετήσουν και ξεκινούν το μακρύ ταξίδι για το κέντρο της πόλης, κρατώντας αναμμένα τα κινητά τους και ρωτώντας με απόγνωση τον οδηγό που δεν γνωρίζει αγγλικά, ποια είναι η «Σχολή Τυφλών» και ποιο το «Φάληρο». Η συζήτηση για την πόλη ως τουριστικό προορισμό, δεν αρκεί να γίνεται από τους φορείς με κεντρικό ζητούμενο σε πόσες Εκθέσεις του Εξωτερικού συμμετείχαμε ή πόσους ινφλουένσερς φιλοξενήσαμε. Σήμερα οι επισκέπτες αναζητούν τόπους ηρεμίας, σεβασμού της φύσης, αναβαθμισμένου αστικού τοπίου και φιλικής εξυπηρέτησης. Δεν είμαστε το Αμπού Σίμπελ ούτε το Μάτσου Πίτσου. City break θέλουμε. Η συζήτηση που έχει ανάγκη η πόλη είναι πόσο φιλική είναι και αυτό αφορά εξίσου τον μόνιμο κάτοικο και τον επισκέπτη.